Τα τέσσερα βουνά της Αττικής: Πάρνηθα, Υμηττός, Πεντέλη, Αιγάλεω
…..Το φυσικό τοπίο, οι δαντελωτές εκτεταμένες ακτές με τις απειράριθμες ακρογιαλιές, τις σπηλιές, τα βράχια, τα λιμανάκια, τα περγιάλια με τη λεπτότατη χρυσή άμμο ή τα μικρά πολύχρωμα βότσαλα, οι απαλές κοιλάδες με τ΄ αμπέλια και τους ελαιώνες που πάντα αποτελειώνουν σε κάποια θάλασσα, οι πευκόφυτοι λόφοι, τ΄ αρρενωπά και καλλίγραμμα ολόγυρα βουνά, ύστερα π αρχαίος κλασικός, ο χριστιανισμός και μετά ο σύγχρονος κόσμος, ο βασισμένος στον βιομηχανικό πολιτισμό, βρίσκουν στην Αττική μια υπέροχη σύνθεση. Ο γαλανός ουρανός, ο γλυκύτατος αέρας, το βοριαδάκι της Πάρνηθας και ο μπάτης του Φαλήρου, ύστερα αυτό το έκπαγλο φως που κάνει τ΄ αρχαία μάρμαρα ν΄ αστράφτουν πιο λευκά απ΄ ότι είναι, δίνουν στη σύνθεση αυτή την πνευματικότητα ενός χιμαιρικού αριστουργήματος. Κάνουν την Αττική να μοιάζει μ΄ έναν αμφορέα από κρύσταλλο, ασήμι και χρυσάφι. Πρόκειται για ένα τοπίο – τέχνη και πνεύμα μαζί. Πουθενά στο δύσμορφο, το βαρύ, το στρυφνό, το άμορφο, το ρευστό. Τα πάντα είναι ανέκφραστη έκφραση, αρμονία, ανάερη απλή γραμμή, επιγραμματικότητα.
Όμως, εκείνο που δίνει την υπέρτατη σφραγίδα στο τοπίο της Αττικής είναι τα βουνά της. Τα βουνά, που με μια ματιά τ’ αγκαλιάζεις από την Αθήνα, από την κορυφή του Λυκαβηττού, από την Ακρόπολη, από ένα οποιοδήποτε ψηλό σπίτι.
Τέσσερα βουνά, και το καθένα διαφορετικό, με τη δική του προσωπικότητα, ύφος, σχήμα, φύση και σημασία. Κατά την ανατολή ο Υμηττός, χίλια είκοσι έξι μέτρα ψηλός. Όλο το βουνό, γυμνό και ολόξανθο στο μεγαλύτερο όγκο του, μοιάζει μ΄ ένα μακρύ τείχος πλασμένο από ελαφρότατο υλικό, από ένα ευγενικό μέταλλο, που τα καλοκαίρια, κατά το μεσημέρι, χάνοντας την υλικότητά του απομένει σαν ένα λεπτότατο διαφανές φύλλο που τρέμει μέσα στο φως.
Βορειότερα από τον Υμηττό η «θεία Πεντέλη», το βουνό των θεσπεσίων μαρμάρων από τα οποία οι αρχαίοι τεχνίτες φτιάξαν τον αθάνατο κόσμο των αγαλμάτων και των κλασικών ναών. Το σχήμα της Πεντέλης είναι όμοιο με το περίγραμμα μιας μετόπης του Παρθενώνα. Καταπράσινη η Πεντέλη στις πιο χαμηλές ζώνες της, ανοίγει στον ήλιο τα πλατιά της μαρμάρινα στήθη, που και σήμερα τροφοδοτούν την ελληνική γλυπτική με ανεξάρτητο υλικό.
Προς το βοριά, φράζει το λεκανοπέδιο της Αττικής η Πάρνηθα, χίλια τετρακόσια δώδεκα μέτρα ψηλή, το πιο ογκώδες και το πιο δασωμένο βουνίσιο συγκρότημα της Αττικής, κατάφυτο από πεύκα και προ παντός από έλατα, που σαν πέφτει χιόνι το χειμώνα η Αττική για μια στιγμή μεταμορφώνεται σε Ελβετία. Γάργαρες πηγές αναβλύζουν στις πλαγιές της Πάρνηθας με τις πολλές κορυφές, τα βαθιά φαράγγια και τις απότομες πλαγιές. Σε μια από τις κορυφές της, το «Μαυροβούνι», σε υψόμετρο χιλίων εκατό μέτρων, χτίστηκε τελευταία το πιο συγχρονισμένο και πολυτελέστατο ξενοδοχείο της Ελλάδας, το «Μον Παρνές». Η θέα από κει είναι πανοραμική. Το μάτι αγκαλιάζει όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής και χάνεται πέρα στον ασημένιο Σαρωνικό.
Και προς τη δύση, πάνω από τα νερά της Σαλαμίνας, υψώνεται το πιο χαμηλό βουνό της Αττικής, το θρυλικό Αιγάλεω, που από μια χαμηλή κορυφή του ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης είχε την τραγική τύχη να παρακολουθήσει την καταναυμάχηση του τεράστιου στόλου του από τα λίγα πλοία των Αθηναίων, που τα οδήγησε προς τη δόξα ο Θεμιστοκλής.
Τα τέσσερα αυτά βουνά, σα να δίνουν τα χέρια τους το ένα στο άλλο, σχηματίζουν ένα στεφάνι φρουράς τιμητικής γύρω από το λεκανοπέδιο της ελιάς και του αμπελιού, της Αθηνάς και του Πνεύματος, που γέννησαν πάνω στο βράχο της Ακρόπολης τον Παρθενώνα. Τον Παρθενώνα, που καθώς είπε ο Ουγκώ «έχει κάτι το ωραίο σαν το ανθρώπινο χαμόγελο». Αυτή την ανείπωτη ποίηση των τεσσάρων αττικών βουνών, ταιριαστή με το όλο τοπίο της Αττικής και με κείνη την ανάλαφρη αρμονία που συμπλέκουν εδώ η θάλασσα, τα βουνά, η λιτή βλάστηση, η γη κι ο ουρανός, την έκλεισε λυρικά ο Κωστής Παλαμάς σε στίχους, που τους ξέρουν όλοι οι Έλληνες:
«Μες στου χειμώνα την καρδιά της μυγδαλιάς τα λούλουδα,
Από τον ήλιο ιλάρωσε κι ο θυμωμένος μήνας,
Της ομορφιάς γύρω τριγύρω ένα στεφάνι πλέκετε,
Ξέσκεποι βράχοι και βουνά γραμμένα της Αθήνας.
Τα χιόνια είναι στην Πάρνηθα σαν άνθισμα κι αυτά,
Χαϊδεύει τον Κορυδαλλό δειλή χλωράδα ονείρου,
Του θείου του βράχου του γελά η Πεντέλη,
Κι ο Υμηττός
Ακούει γυρτός το ερωτικό τραγούδι του Φαλήρου »
Ο ίδιος ποιητής, σ΄ άλλη στιγμή αττικολατρείας, μη μπορώντας πια να εκφράσει το ενέκφραστο, φώναξε: «να η πλάση που δε λέγεται, που τραγουδιέται μόνο»…
Όμως, εκείνο που δίνει την υπέρτατη σφραγίδα στο τοπίο της Αττικής είναι τα βουνά της. Τα βουνά, που με μια ματιά τ’ αγκαλιάζεις από την Αθήνα, από την κορυφή του Λυκαβηττού, από την Ακρόπολη, από ένα οποιοδήποτε ψηλό σπίτι.
Τέσσερα βουνά, και το καθένα διαφορετικό, με τη δική του προσωπικότητα, ύφος, σχήμα, φύση και σημασία. Κατά την ανατολή ο Υμηττός, χίλια είκοσι έξι μέτρα ψηλός. Όλο το βουνό, γυμνό και ολόξανθο στο μεγαλύτερο όγκο του, μοιάζει μ΄ ένα μακρύ τείχος πλασμένο από ελαφρότατο υλικό, από ένα ευγενικό μέταλλο, που τα καλοκαίρια, κατά το μεσημέρι, χάνοντας την υλικότητά του απομένει σαν ένα λεπτότατο διαφανές φύλλο που τρέμει μέσα στο φως.
Βορειότερα από τον Υμηττό η «θεία Πεντέλη», το βουνό των θεσπεσίων μαρμάρων από τα οποία οι αρχαίοι τεχνίτες φτιάξαν τον αθάνατο κόσμο των αγαλμάτων και των κλασικών ναών. Το σχήμα της Πεντέλης είναι όμοιο με το περίγραμμα μιας μετόπης του Παρθενώνα. Καταπράσινη η Πεντέλη στις πιο χαμηλές ζώνες της, ανοίγει στον ήλιο τα πλατιά της μαρμάρινα στήθη, που και σήμερα τροφοδοτούν την ελληνική γλυπτική με ανεξάρτητο υλικό.
Προς το βοριά, φράζει το λεκανοπέδιο της Αττικής η Πάρνηθα, χίλια τετρακόσια δώδεκα μέτρα ψηλή, το πιο ογκώδες και το πιο δασωμένο βουνίσιο συγκρότημα της Αττικής, κατάφυτο από πεύκα και προ παντός από έλατα, που σαν πέφτει χιόνι το χειμώνα η Αττική για μια στιγμή μεταμορφώνεται σε Ελβετία. Γάργαρες πηγές αναβλύζουν στις πλαγιές της Πάρνηθας με τις πολλές κορυφές, τα βαθιά φαράγγια και τις απότομες πλαγιές. Σε μια από τις κορυφές της, το «Μαυροβούνι», σε υψόμετρο χιλίων εκατό μέτρων, χτίστηκε τελευταία το πιο συγχρονισμένο και πολυτελέστατο ξενοδοχείο της Ελλάδας, το «Μον Παρνές». Η θέα από κει είναι πανοραμική. Το μάτι αγκαλιάζει όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής και χάνεται πέρα στον ασημένιο Σαρωνικό.
Και προς τη δύση, πάνω από τα νερά της Σαλαμίνας, υψώνεται το πιο χαμηλό βουνό της Αττικής, το θρυλικό Αιγάλεω, που από μια χαμηλή κορυφή του ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης είχε την τραγική τύχη να παρακολουθήσει την καταναυμάχηση του τεράστιου στόλου του από τα λίγα πλοία των Αθηναίων, που τα οδήγησε προς τη δόξα ο Θεμιστοκλής.
Τα τέσσερα αυτά βουνά, σα να δίνουν τα χέρια τους το ένα στο άλλο, σχηματίζουν ένα στεφάνι φρουράς τιμητικής γύρω από το λεκανοπέδιο της ελιάς και του αμπελιού, της Αθηνάς και του Πνεύματος, που γέννησαν πάνω στο βράχο της Ακρόπολης τον Παρθενώνα. Τον Παρθενώνα, που καθώς είπε ο Ουγκώ «έχει κάτι το ωραίο σαν το ανθρώπινο χαμόγελο». Αυτή την ανείπωτη ποίηση των τεσσάρων αττικών βουνών, ταιριαστή με το όλο τοπίο της Αττικής και με κείνη την ανάλαφρη αρμονία που συμπλέκουν εδώ η θάλασσα, τα βουνά, η λιτή βλάστηση, η γη κι ο ουρανός, την έκλεισε λυρικά ο Κωστής Παλαμάς σε στίχους, που τους ξέρουν όλοι οι Έλληνες:
«Μες στου χειμώνα την καρδιά της μυγδαλιάς τα λούλουδα,
Από τον ήλιο ιλάρωσε κι ο θυμωμένος μήνας,
Της ομορφιάς γύρω τριγύρω ένα στεφάνι πλέκετε,
Ξέσκεποι βράχοι και βουνά γραμμένα της Αθήνας.
Τα χιόνια είναι στην Πάρνηθα σαν άνθισμα κι αυτά,
Χαϊδεύει τον Κορυδαλλό δειλή χλωράδα ονείρου,
Του θείου του βράχου του γελά η Πεντέλη,
Κι ο Υμηττός
Ακούει γυρτός το ερωτικό τραγούδι του Φαλήρου »
Ο ίδιος ποιητής, σ΄ άλλη στιγμή αττικολατρείας, μη μπορώντας πια να εκφράσει το ενέκφραστο, φώναξε: «να η πλάση που δε λέγεται, που τραγουδιέται μόνο»…
[xpolis.blogspot.com]